- κορακοφωλιά
- η1. η φωλιά τού κόρακα2. ναυτ. σκοπιά που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο τού πρωραίου ιστού και από την οποία ο σκοπιωρός ναύτης επισκοπεί τη θαλάσσια έκταση που βρίσκεται μπροστά και στα πλάγια τού πλοίου, αλλ. κόρακος σκοπή.
Dictionary of Greek. 2013.